αργάζω

αργάζω
-ασα, -άστηκα, -ασμένος
1. κατεργάζομαι δέρματα: Αν δεν τ' αργάσεις το πετσί, παπούτσι δε γίνεται (παροιμ. φράση).
2. δέρνω, ξυλοκοπώ άγρια: Του άργασαν το τομάρι από το ξύλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργάζω — αργάζω, άργασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αργάζω — κ. εργάζω (Μ ἀργάζω) Ι. 1. επεξεργάζομαι 2. μεταχειρίζομαι 3. κατεργάζομαι δέρματα II. μτφ. 1. φρ. «του άργασαν το τομάρι» τον έδειραν πολύ 2. έχω στο μυαλό μου, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι 3. (αμτβ.) σκληραίνω, ροζιάζω, πετσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • άργαση — η [αργάζω] 1. η κατεργασία του δέρματος 2. το βυρσοδεψικό υλικό στο οποίο τοποθετούνται τα δέρματα για κατεργασία 3. η ανοιξιάτικη καλλιέργεια της γης …   Dictionary of Greek

  • ανάργαστος — η, ο ο μη κατεργασμένος, αδέψητος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + αργαστός < αργάζω «κατεργάζομαι δέρματα»] …   Dictionary of Greek

  • argăsi — ARGĂSÍ, argăsesc, vb. IV. tranz. A prelucra pieile şi blănurile cu un amestec de substanţe, pentru a le face trainice, impermeabile, flexibile; a cruşi, a încruşi, a tăbăci. – Din ngr. árgasa (aor. al lui argázo). Trimis de ana zecheru,… …   Dicționar Român

  • βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”